πλοηγικός

πλοηγικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλοηγία ή στον πλοηγό
2. φρ. α) «πλοηγικά δικαιώματα» — η χρηματική αποζημίωση που καταβάλλουν τα πλοία ὁταν χρησιμοποιούν πλοηγό, αποζημίωση που καταβάλλεται τόσο από τα πλοία που είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν πλοηγό ὁσο κι από εκείνα που τόν χρησιμοποιούν εθελοντικά, για λόγους ασφαλείας
β) «πλοηγικός σταθμός» — υπηρεσία πλοήγησης, εγκατεστημένη στα λιμάνια ὁπου η πλοήγηση είναι υποχρεωτική, υπάγεται διοικητικά στις αντίστοιχες λιμενικές αρχές και το προσωπικό της αποτελείται από τους πλοηγούς και το προσωπικό κίνησης τών πλοηγίδων
γ) «πλοηγική υπηρεσία» — υπηρεσία που ασκεί τη διοίκηση τών πλοηγών και την εποπτεία τής πλοήγησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλοηγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πλοήγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοήγηση — η, Ν [πλοηγώ] 1. η διακυβέρνηση ενός πλοίου κατά την είσοδο και αγκυροβολία του στο λιμάνι, κατά την έξοδό του από αυτό ή κατά τον διάπλου πορθμών, διωρύγων και διαύλων, ενέργεια που γίνεται ή από τον πλοίαρχο, όταν πρόκειται για σχετικώς μικρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”